Παρέα με γλυκό λικέρ (2000)

Ε   Ρ   Μ   Ι   Ο   Ν   Η.

Ξερίζωσα τις τσουκνίδες σκεψεις
απ'το χωράφι του νου,
κι αργά,
αλλά με σταθερά βήματα πια,
είπα,
να συνεχίσω να λέω λέξεις στο χαρτί,
δεόντως.

Σε μια ανθοστήλη του συμβατικού γάμου
της μέρας με τη νύχτα,
των γονέων σου,
κόσμε,
χασομέρησε το πουλί
που περίμενα,
να φέρει εγκαίρως λουλούδι
γιασεμί ή υάκινθο.

Στον ύπνο μου Ερμιόνη
κείνο τον καιρό,
μου μύριζαν θάλασσες,
θολές,κρυφές
κι ανταριασμένης νιότης.
Σαν γλάρωναν και φούσκωναν
τα κύματα,
ανελέητα φοβισμένα παιδιά,
απλά ριγμένα,
στο σεριάνι της μέρας άγγιγμα,
άκουγαν τότε φωνές,
κρυφά από τους μεγάλους.

Ο θεός επίμονα να καλεί,
την άπιστη έως τότε νύχτα
της παρθενίας Του.
Αυτή,
μητέρα στο παράθυρο
έμπηξε φωνή,
μην πέσει τάχα άτακτα,
νύχτα,
το παιδί της
σε ύπνου εφιάλτη.

Πίσω απ'την πύλη τη χρυσή,
εγκυμονούσε ένα σπιρί ο Θεός,
την νύχτα εκείνη εντέλει.
Συμφορές οι φορές
παραδουλεύτρας μέρας κάμωμα.

Κάπου κοντα θα γένναγε.

Ζευγάρωσε λοιπόν κρυφά,
κλεφτά,
με της πρώτιστης πείρας
τον θάνατο,

κι έτσι έβγαλε τον κόσμο. 
Π  Α  Τ  Ρ  Ο  Ν

Ένδυμα θα το πω,
ένδυμα για να το ξορκίσω·


ή καλύτερα ρούχο,
ρούχο για να το συνηθίζω.

Βρέθηκα μόνος,
στο δοκιμαστήριο
του χρόνου 
να ντύνω και να ξεντύνω την ψυχή, 
με ένα ρούχο φθηνό
πολυφορεμένο
ρούχο τόσο ξακουστό
κλασικό ύφος
πάντοτε φοριέται 
ποτέ εκτός εποχής.
Απέναντι καθρέπτης,
σκέπτομαι σαν ύφασμα,
την ποιότητα της εξαπάτησης
βελούδο, οργαντίνα και σατέν·

το φόρεσα κι έτσι,
το φόρεσα κι αλλιώς·

δεν μου μπαίνει,
ρούχο άφθαστο ακόμη,
είμαι φαίνεται μικρός.

Ένα ρούχο άραφτο για μένα ο θάνατος 
παραμένει,
σε μοδίστρας πατρόν ξεχασμένο.


Ποιος ξέρει έως πότε;
ΔΑΚΡΥΓΟΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ.

Σπάζω, κομμάτια γίνομαι
κι αδειάζω,
πίνω απ’ τις οκτώ
και κουβεντιάζω,
μόνος,
συντροφιά με τη σκιά μου· 
πίνει κι αυτή,
σουρώνει, τρεκλίζει,
πηγαίνει πλάι στο κερί
να φαίνεται διπλή,
να ξεχειλώνει, 
έτσι αισθάνεται ασφάλεια,
πως μεγαλώνουμε μαζί
δηλώνει.

Μεγαλώνω,
εκδηλώνω γκρι 

κι απλώνομαι 
κι εγώ σε σκιά,
ξεχειλώνω,
μακραίνουν τα άκρα,
μικραίνει ο κορμός,
ρυτίδες σωρός,
μαραζώνω!

Πίνω απ’ τις οκτώ
σκιά αισθάνομαι
πλάι στο κερί κι εγώ
σπάζω κορμό 
σε χίλια δυο κομμάτια
ανοίγω μάτια, κλείνω μάτια
ξάφνου υγρασία
η σκιά ακινησία
σπάζω σκιές
δακρυγόνες στιγμές
σπάζω
σουρώνουν λέξεις
μιλούν σε ψυχές 
σπάζω κι αυτές
ποιες ψυχές;

πέταξε χώμα πλάι στο κερί

κι αυτό σκιά θα έχει.
ΤΟΠΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗΣ.

Πολεμώ, σκληρά πολεμώ,
όπως γέρος τα χρόνια του,
ότι λιγότερο χάσει η σαφήνεια,
καλό θα είναι,
η ασάφεια με κούρασε…

μια ήλιος, μια βροχή,
μια συννεφιά μια θάλασσα.

Δες τον καιρό πως γυρνά,
Σταματά να μιλά,
μήπως χάσει ο ήχος,
σκέπτεται μόνο,
πως τη νιότη χτυπά,
δεν έχει εικόνα,
μήπως χάσει η πείρα.

Ένας ήλιος, μια βροχή,
με συννεφιά πλάι στη θάλασσα,
ολομόναχη βόλτα,
σε κάποτε ύδωρ.


Παρακαταθήκης τοπίο, ζωή,
είτε έτσι, είτε αλλιώς,
άλλο δεν σε αντέχω,
το μέγιστο ψέμα σου κόσμε,
άλλο δε βαστώ.
Ξέρεις τι είσαι ζωή;


Δάνειο είσαι,

τοπίο παρακαταθήκης κοκάλων.
ΟΜΦΑΛΙΟΣ ΛΩΡΟΣ.

Κέρδισα,
από τον ερχομό και πηγαιμό
της μέρας τούτης
μες το σπίτι,
κέρδισα.
Οφείλω να το πω,
να το αναγνωρίσω·
για το λίγο της νιότης
και το πολύ της γνώσεως 
που φώτισε τη μέρα μου,
οφείλω.

Στον ήλιο χρωστάω το φως,
στο υποκατάστημά του στη γη· 
στη ΔΕΗ να ριχτεί
η ακινησία του αυτή
να πληρώσει την τάση ενέργειας
που άσκοπα καταναλώνει.

Σε μια αυτοκτονική στιγμή του,
θηλιά αγκάλιασε το λογαριασμό
του έχασα.

Δεν θα πηδούσε ποτέ
απ’ την καρέκλα το κέρδισα·

παρά φρόνιμο
θα κατέβαινε αργά
θα έπινε το χάπι του
το βραδινό 
και θα κοιμόταν·
ήσυχο πια
κι εξαγνισμένο
στον πηγαιμό της μέρας νύχτα,
να κερδίσει
κι άλλα καινούρια

κέρδισα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου